Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

Συλλογική ανοσία

Словарь короновирусных терминов


    Herd immunity, английский
    1. The fact of a group of people being resistant to a specific disease, because many individuals in the group are immune to or immunised against the microorganism which causes it

    2. A reduction in disease prevalence brought about when few individuals in a population are susceptible to an infectious agent




    Ανοσοκατασταλμένος, греческий

    Ανοσία, греческий