|
|
|
|
|
|
|
|
|
εκροή αέρα
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
Άνοιγμα ή αεραγωγός που επιτρέπει στον ρυπασμένο αέρα, τον καπνό και τα θερμά αέρια να διοχετεύονται έξω από μια σήραγγα ή οδούς διαφυγής
|
Air outlet, английский
- In an air-conditioning system, a device at the end of a duct through which air is exhausted.
- Opening or a vent that allows polluted air, smoke and hot gases to be discharged from a tunnel and/or escape routes.
|
|
συναγερμός, греческий
Η δράση για τη μετάδοση της εμφάνισης ενός συμβάντος σε ένα δέκτη (ο υπέυθυνος λειτουργίας της σήραγγας) Σημείωση: μπορεί να είναι ανθρώπινη δράση (ένας χρήστης της σήραγγας με ένα τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης) ή να εξαρτάται απο μια εναρκτήρια συσκευή ή σύστημα (επίπεδο συναγερμού co, συναγερμός αυτόματης ανίχνευσης περιστατικού)
Διαδικασία Γήρανσης, греческий
Τρίτο ή τελευταίο τμήμα της καμπύλης ``τύπου μπανιέρας``, το οποίο υποδεικνύει την αυξανόμενη πιθανότητα αστοχίας ενός συστήματος, εξοπλισμού ή εξαρτήματος καθώς πλησιάζει το τέλος του ωφέλιμου κύκλου ``ζωής`` του.
|
|
|
|
|
|
|