Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

αντίληψη

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
    Η διαδικασία απόκτησης, ερμηνείας, επιλογής και οργάνωσης σχετικών πληροφοριών από τις αισθήσεις μας.


Perception, английский
  1. Percepción

  2. An impression formed in the brain as a result of information about the outside world which is passed back by the senses

  3. Восприятие

  4. N когн. восприятие sound ~ восприятие звука speech ~ восприятие речи underlying structure of auditory-visual smth. ~ by smb. механизм восприятия чего-л. кем-л.

  5. Alternatively, (1) an observer`s awareness or appreciation of objects, processes or situations in his environment mediated through his sensory organs, and (2) an observer`s descriptions, hypotheses or constructs of the world of which he becomes thereby a part.

  6. The process of acquiring, interpreting, selecting and organizing relevant information from our senses.




αποτέλεσμα εμβόλου, греческий
    Η δύναμη που εφαρμόζεται στον αέρα σε μια σήραγγα από τα κινούμενα οχήματα.


Περίοδος Υψηλής Κυκλοφορίας (συν. Ώρα Κυκλοφορια&#, греческий
    Υψηλότερος όγκος κυκλοφορίας που μετράται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας για μια περίοδο μιας ώρας. Σημείωση: Συνήθως θεωρούνται δύο ώρες αιχμής : η "πρωινή" ώρα αιχμής και η "βραδινή" ώρα αιχμής.