|
|
|
|
|
|
|
|
|
Προληπτική Συντήρηση
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
Συντήρηση που διενεργείται σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα ή σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια (π.χ. οδηγίες κατασκευαστή) και προορίζεται να μειώσει την πιθανότητα βλάβης ή την υποβάθμιση του συστήματος, του εξοπλισμού ή εξάρτημα λειτουργίας.
|
Preventive maintenance , английский
Maintenance carried out at predetermined intervals or according to prescribed criteria and intended to reduce the probability of failure or the degradation of the functioning of an item.
|
|
πιθανότητα, греческий
Το ενδεχόμενο με το οποίο ένα συμβάν μπορεί να συμβεί, εκφραζόμενο σαν αριθμός μεταξύ 0 και 1.
Σχέδιο που προσδιορίζει σημαντικά χαρακτηριστι, греческий
|
|
|
|
|
|
|