|
|
|
|
|
|
|
|
|
επέμβαση (συν.απόκριση)
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
H δράση της αποτίμησης της βλάβης ή των επιπτώσεων και της διακρίβωσης του επιπέδου του περιορισμού και της δραστηριότητας ελέγχου που απαιτούνται μετά ένα συμβάν ή μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης Σημειώσεις: 1. Εκτός από την αντιμετώπιση των θεμάτων ασφάλειας της ζωής και την εκκένωση, η επέμβαση εξετάζει επίσης τις πολιτικές, διαδικασίες και ενέργειες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. 2. Επέμβαση έκτακτης ανάγκης ή καταστροφής είναι το βήμα ή το στάδιο που ακολουθεί αμέσως μετά τη εκδήλωση μιας καταστροφή, όταν αρχίζουν οι ενέργειες, ως αποτέλεσμα του περιστατικού που συνέβη.
|
Response, английский
- The value of the quantity being measured as indicated or otherwise provided by a measuring instrument.
- Реакция - какая-либо реакция в широкой выборке обращающихся на рынке акций; развивается изолированно от ценовых движений, наблюдаемых в ведущих акциях;
- (ответная) реакция; частотная характеристика
- См. reply by the applicant
- A reaction by an organ, tissue or a person to an external stimulus immune response 1. reaction of a body to an antigen 2. reaction of a body which rejects a transplant ‘…anaemia may be due to insufficient erythrocyte production, in which case the reticulocyte count will be low, or to haemolysis or haemorrhage, in which cases there should be a reticulocyte response’ [southern medical journal]
- A reaction of a body to an antigen
- N ответ, реакция primary ~ первичный ответ secondary ~ вторичный ответ stimulus ~ псхл. возбуждение-реакция tertiary ~ третичный ответ
- Ответ/ ответные действия
- Ответ
- Ответная реакция, отклик; срабатывание (механизма); характеристика; чувствительность (прибора) о ~ to dynamic loads реакция на динамические нагрузки
- In windows remote access, strings expected from the device, which can contain macros.
- "the action of assessing the damage or impact and to ascertain the level of containment and control activity required following an incident or emergency.
|
|
επιλογή επέμβασης (συν. επεξεργασία απόκρισης), греческий
Η απόφαση σχετικά με την καλύτερη επέμβαση, αν και αυτό δεν είναι απαραίτητα μια συνειδητή διαδικασία.
υπολειμματική επικινδυνότητα, греческий
Η επικινδυνότητα που παραμένει μετά την υλοποίηση των μέτρων προστασίας
|
|
|
|
|
|
|