|
|
|
|
|
|
|
|
|
Διορθωτική Συντήρηση
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
Συντήρηση που διενεργείται για την αποκατάσταση συστημάτων, εξοπλισμού ή εξαρτημάτων σύμφωνα με τις κανονικές παραμέτρους λειτουργίας του.
|
Corrective maintenance, английский
- Maintenance that takes place after the occurrence of a failure, or in order to restore the item or piece of equipment to its normal working condition.
- Сопровождение по обнаружению и устранению неисправностей; корректирующее сопровождение; ремонтное обслуживание correctness proof доказательство правильности
- Ремонтное обслуживание
- Maintenance carried out after fault recognition and intended to put an item into a state in which it can perform a required function.
|
|
κρίσιμη κατάσταση, греческий
Κατάστση σε μια σήραγγα (κυκλοφοριακή συμφόρηση, βλάβη οχήματος, ατύχημα, φωτιά) η οποία απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή ή ενέργειες από τους χρήστες της σήραγγας.
συνεργαζόμενη υπηρεσία (συν. συνεργαζόμενος φορ , греческий
Υπηρεσία ή φορέας που παρέχει συνδρομή πλην της άμεσης τακτικής ή υποστηρικτικών λειτουργιών ή πόρων στην προσπάθεια ελέγχου ενός περιστατικού (για παράδειγμα, υπηρεσίες κυκλοφοριακών πληροφοριών)
|
|
|
|
|
|
|