Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

περιστατικό

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
    Εμφάνιση ή αλλαγή ενός συγκεκριμένου συνόλου περιστάσεων


Event, английский
  1. An incident or situation, which occurs in a particular place during a particular interval oftime.

  2. An event is a subset of outcome space. an event determined by a random variable is an event of the form a=(x is in a). when the random variable x is observed, that determines whether or not a occurs: if the value of x happens to be in a, a occurs; if not, a does not occur.

  3. Событие (конкретный результат работы сетевого графика; в сетевом графике события изображаются кружками, квадратиками, треугольниками, овалами и т. п.)

  4. In a cpm arrow diagram, the starting point for an activity; occurs only when all work preceding it has been performed. even-textured descriptive of wood of uniform texture with little difference in cell size between springwood and summerwood.

  5. N событие; 42 faculty principle of ~ принцип оценки

  6. N событие; ~-related событийный potential

  7. Событие; исход; результат

  8. Occurrence or change of a particular set of circumstances.




αγωγός απαγωγής καυσαερίων, греческий
    Αγωγός που χρησιμοποιείται για τη συλλογή του ρυπασμένου αέρα και/ή καπνού από μια σήραγγα


Φωτισμός Διαδρομής Εκκένωσης, греческий
    Σύστημα φωτισμού όπου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης καθοδηγεί τους χρήστες της σήραγγας που την εκκενώνουν με τα πόδια προς τις εξόδους κινδύνου.