Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

κατάσβεση πυρκαγιάς

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
    Η εφαρμογή ενός πυροσβεστικού παράγοντα σε μια πυρκαγιά σε τέτοιο επίπεδο ώστε η συνεχής φωτιά να μειώνεται Σημείωση:Ωστόσο, οι περισσότερες πυρκαγιές σε οχήματα απαιτούν πρόσθετα βήμτα για να επιτευχθεί η ολική κατάσβεση


Fire suppression, английский
  1. The marked reduction of the rate of heat release of a fire and the prevention of its regrowth by means of direct and sufficient application of water through the fire plume to the burning fuel surface.

  2. "the application of a fire-fighting agent to a fire at such level that continuous flaming is reduced.

  3. All of the work of extinguishing a fire, beginning with its discovery.




πρώτη γραμμή επέμβασης (συν.αρχική προσβολή), греческий
    Το πρώτο στοιχείο/επίπεδο των ομάδων επέμβασης που καταφτάνει επί τόπου. Σημείωση: μπορεί να περιλα,βάνει προσωπικό από τις υπηρεσίες έκτακτων αναγκών ή το προσωπικόλειτουργίας της σήραγγας


Κύριο Πυροσβεστικό Δίκτυο, греческий
    Κύριος αγωγός που παρέχει νερό (ή άλλα υγρά) πυρόσβεσης υπό πίεση κατά μήκος της σήραγγας ώστε τελικά να διανεμηθεί στις βαλβίδες υπερχείλισης, πυροσβεστικούς κρουνούς και στα υπόλοιπα συστήματα καταστολής μέσω υδροστομίων.