|
|
|
|
|
|
|
|
|
αγωγός φρέσκου αέρα
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
Αγωγός που χρησιμοποιείται για την προσκόμιση φρέσκου αέρα μέσα σε μια σήραγγα
|
Fresh air duct, английский
Duct used to bring fresh air into a tunnel.
|
|
βλάβη, греческий
Σωματική βλάβη ή ζημιά στην υγεία των ανθρώπων, ή ζημιά σε περιουσίες ή το περιβάλλον
συχνότητα, греческий
Ο αριθμός των φορών που συμβαίνει ένα συγκεκριμένο γεγονός, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ατυχήματα ανά έτος)
|
|
|
|
|
|
|