Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

σήραγγα μειωμένου ύψους

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
  1. Σήραγγα που προορίζεται για οχήματα κάτω από ένα συγκεκριμένο ύψος

  2. Επιμήκης κλειστή διαδρομή


Reduced height tunnel, английский
    Tunnel reserved for vehicles lower than a given height.


Tunnel, английский
  1. Канал; туннель; (аэродинамическая) труба

  2. Тоннель; галерея; штольня; горизонтальная выработка air ~ аэродинамическая труба

  3. A logical connection over which data is encapsulated. typically, both encapsulation and encryption are performed, and the tunnel is a private, secure link between a remote user or host and a private network. tunnel / tunneling

  4. An approximately horizontal underground passage open at both ends.

  5. An underground passage for vehicles or pedestrians, especially one which is created by digging into earth. occasionally, tunnel structures are built in an excavated area then covered over.

  6. Long enclosed transport route.

  7. A structure provided to allow a railway line to pass under higher ground, and which has been excavated without disturbing the surface of that ground.




Αξιοπιστία, греческий
    Πιθανότητα ότι ένα σύστημα ή εξάρτημα θα λειτουργεί ικανοποιητικά για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.


Νωτομετωπική Σύγκρουση, греческий
    Τύπος σύγκρουσης όπου όχημα προσκρούει με το μπροστινό του μέρος στο οπίσθιο τμήμα προπορευόμενου οχήματος.