|
|
|
|
|
|
|
|
|
φρέαρ αερισμού
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
Εκσκαφή ή κατασκευή μεταξύ μιας σήραγγας και της επιφάνειας, η οποία χρησιμοποιείται για την εκκένωση του ακάθαρτου αέρα και καπνού και/ή για την προσαγωγή καθαρού αέρα για τον αερισμό
|
Ventilation shaft, английский
Excavation or construction between a tunnel and the surface, used for the evacuation of vitiated air and smoke and/or the intake of fresh air for ventilation.
|
|
άνω χώρος ασφάλειας, греческий
Κατακόρυφη απόσταση μεταξύ ελεύθερου εμποδίων χώρου και του ελάχιστου εμποδίων χώρου, η οποία απαιτείται για να επιτρέπει τις υψομετρικές αβεβαιότητες κατά την κατασκευή, πιθανές μελλοντικές ενισχύσεις της στρώσης κυκλοφορίας, την προστασία του εξοπλισμού κλπ.
εγκατάσταση αερισμού, греческий
Μια εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα ή κοντά σε μια σήραγγα, η οποία στεγάζει εξοπλισμό αερισμού όπως, ανεμιστήρες, αποσβεστήρες κλπ
|
|
|
|
|
|
|