Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

διακλάδωση

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
    Ο διαχωρισμός μιας απλής ροής μονής κατεύθυνσης σε δύο ή περισσότερες διακριτές ροές


Bifurcation, английский
  1. A place where something divides into two parts

  2. Бифуркация; раздвоение; разветвление; сечение

  3. Бифуркация. раздвоение столба (струи, факела) газовых выбросов при выходе из дымовой трубы.

  4. The act of splitting a single copy of a message to multiple copies of the message.

  5. When a non-linear dynamic system develops twice the possible solutions that it had before it passed its critical level. a bifurcation cascade is often called the period doubling route to chaos because the transition from an orderly system to a chaotic system often occurs when the number of possible solutions begins increasing, doubling each time.

  6. The separation of a single unidirectional flow in two or more separate flows.




αποτέλεσμα μαύρης τρύπας, греческий
    Το αποτέλεσμα που οφείλεται στο λαμπερό περιβάλλον το οποίο κάνει την συγκριτικά σκοτεινότερη είσοδο της σήραγγας να φαίνεται σαν μαύρη τρύπα.


αντιστρωμάτωση, греческий
    Η κίνηση του καπνού και των ζεστών αερίων αντίθετα από την επιβαλόμενη κατεύθυνση της ροής του αέρα