|
|
|
|
|
|
|
|
|
συνέπεια
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
Το αποτέλεσμα ενός περιστατικού όσον αφορά τις ζημίες στην υγεία των ανθρώπων, σε περιουσιακά στοιχεία ή το περιβάλλον.
|
Consequence, английский
- The outcome of an event expressed qualitatively or quantitatively, being a loss, injury, disadvantage or gain. there may be a range of possible outcomes associated with an event.
- Следствие
- The outcome of an event in terms of damage to the health of people, to property or to the environment.
|
|
ανάλυση συνεπειών, греческий
Συστηματική διαδικασία για να περιγραφούν ή/και να υπολογιστούν οι συνέπειες
Υπολογιστική Ρευστοδυναμική, греческий
Χρήση αριθμητικών μεθόδων και αλγορίθμων ώστε να επιλυθούν και να αναλυθούν προβλήματα που σχετίζονται με την κίνηση των ρευστών στις τρεις διαστάσεις.
|
|
|
|
|
|
|