|
|
|
|
|
|
|
|
|
κέντρο ελέγχου
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
Κέντρο λειτουργίας που σκποεύει στον έλεγχο και συντονισμό της λειτουργίας μιας σήραγγας και να διατηρεί, όπου απαιτείται, την επικοινωνία μεταξύ του προσωπικού λειτουργίας και άλλων ενδιαφερόμενων υπηρεσιών
|
Control centre, английский
Operation centre dedicated to control and coordinate the operation of a tunnel and to maintain, where required, communication between operating personnel and other agencies concerned.
|
|
προσωπικό ελέγχου, греческий
Όλοι οι εργαζόμενοι που ασχολούνται με τη κυκλοφοριακή ή/και τεχνική διαχείριση
σχεδιασμός έκτακτων αναγκών (συν. σχεδιασμός απο, греческий
Η επεξεργασία ανάπτυξης προηγμένων ρυθμίσεων και διαδικασιών που επιτρέπουν σε έναν οργανισμό να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε ένα περιστατικό που μπορεί να συμβεί (τυχαία ή λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων)
|
|
|
|
|
|
|