Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

Υδροστόμιο

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
    "Σύνδεσμος σωλήνας ή προσαρμογέας που επιτρέπει το νερό να μεταφερθεί από ένα σημείο τροφοδοσίας ή κύρια σε ένα σημείο σύνδεσης. Σημειώσεις:


Standpipe, английский
  1. A pipe or tank used for the storage of water, esp. for emergency use. standpipe connection star drill

  2. A relatively short length of pipe driven into the upper soillike portion of the overburden as the first step of collaring or spudding-in a borehole. also called conductor, conductor pipe.

  3. A short piece of pipe wedged or cemented into a borehole after completion to act as a marker and keep collar free of cave.

  4. Стояк

  5. "connecting pipe or adaptor that enables water to be delivered from a supply point or main to a point of connection.




1. Για τους σκοπούς της πυρόσβεσης, το σημείο σύνδε`, греческий

πρότυπη λειτουργική διαδιακσία, греческий
    Προτυποποιημένη μέθοδος ή σειρά ενεργειών που διεκπεραιώνει κάθε λειτουργία που μπορεί να διευθυνθεί χρησιμοποιώντας μια πρότυπη προσέγγιση